ἐπετησ̣ί|ο̣ι̣ς̣ oder σημίο̣ι̣ς̣ oder ἐπισημ̣ί|ο̣ι̣ς̣ κ.τ.λ. (B.L. 5, S. 122) → ἐπετήο̣ις̣ (l. ἐπετείοις) | τ[ο]ύ̣των ἐκφ̣[ορίοις] ἀκολού[θω]ς τῇ τοῦ γεωργοῦ κ.τ.λ., P. Soc. 8. 897, zu Z. 47.