| [Συν]ή̣θ(εια) βοηθ(οῦ) [λο]γιστηρ(ίου) «λογιστηρ(ίου)» νο(μίσματα) ι̣β̣ | κτλ. W., A V 357 u. 447.. Maspero, P. Cairo I S. 203.