→ Ζωί[λο]ς̣ Πολυδ(εύκους) Θ̣ε̣α̣δ̣(ελφείας) βασιλ(ικῆς) ἐν τῇ μέσῃ διώ(ρυγι) (ἄρ.) ζ 𐅸 ιϛλο καὶ ἐ̣ν̣ τ̣(ῇ) | Ταρασ̣ή(σι) λεγο(μένῃ) κτλ., P. Graux 4, S. 63 (nach dem Photo).