[καὶ ἄλ(λας) ὠνὰς? τοῦ ᾽Ο]ξυρυγχίτου (vgl. B.L. 1, S. 403) → wohl [πολέως νομοῦ ᾽Ο]ξυρυγχίτου, K.A. Worp, O.M.R.O. 67 (1987), S. 25.