Κερτοὺ[τ] μελι(σσουργῷ) (B.L. 1, S. 108) → Κερ τοῦ μελι(σσουργοῦ) oder Κέρτου μελι (σσουργοῦ), H. Harrauer, P.J. Sijpesteijn, Tyche 3 (1988), S. 115; → Κέρτου μελι (σσουργοῦ), C.P.R. 13, S. 130, Nr. 30.