[καὶ ῾Ονωρίου τῶν αἰωνίων Αὐγούστων ± 12 κα]ὶ [μη]δ̣ὲν διεψεῦσθαι → wohl [καὶ ῾Ονωρίου καὶ Θεοδοσίου τῶν αἰωνίων Αὐγούστω]ν̣ [μη]δ̣ὲν διεψεῦσθαι, wobei διεψεῦσθαι abhängt von einem vor der Eidesformel zu erg. Verbum wie ὁμολογῶ, K.A. Worp, Z.P.E. 67 (1987), S. 96.