πολιτι[ζ]ωμένη (oder πολιτε[υ]ωμένη, B.L. 2.2, S. 164) → πολῖτις̣ ῾Ρ̣ωμέων (l. ῾Ρωμαίων), K.A. Worp, briefl. (nach einem Photo).