[γενναιοτάτων Λεοντο-/Λεόνων] κλιβαναρίων (B.L. 8, S. 468 zu Stud.Pal. 20. 135) → [γενναιοτ(άτων) Λεοντο]κλιβαναρίων (am Original), B. Palme in P. Horak, S. 320, Anm. 45.