κτηνμ[άτων ἢ] | ἄλλα φυλόμε(νον) (l. φηλούμενον) ἄν τε μὴ πα[ράσχηται] (B.L. 2.2, S. 166) → κτην̣ῶ̣ν̣ μ̣η̣|τ᾽ ἀλλάφυλος (l. ἀλλόφυλος). ᾽Εὰν τὲ (l. δὲ) μὴ παράσχη[ται], P.J. Sijpesteijn, Z.P.E. 45 (1982), S. 178, Anm. 6.