→ [τῷ τότε καιρῷ καὶ] λ̣όγω̣ παρ[α]μ̣[υ]θ̣είας λαγήνιν (l. λαγύνιον) μεστόν (vgl. D. Hagedorn, S.B. 14, S. 534), P.J. Sijpesteijn, Z.P.E. 55 (1984), S. 155.