(ἀρτάβαι) [….].ιν̣( ) Νετρω̣ [..].ε ḍ χη( ) → (ἀρτάβαι) [… κ]α̣ὶ ὁ̣(μοίως) Νετρὼ̣ [(ἀρτάβαι)] .ε ḍ χ(οίνικες) η, L.C. Youtie, Z.P.E. 21 (1976), S. 5.