ἀπηλιώτου {Αὐρ[ηλίου] ᾽Αχιλλέως, | [ἀπηλιώτου]} → ἀπηλιώτου Αὐρ[ηλίου] ᾽Αχιλλέως, [ἀπηλιώ-του], J. Rowlandson, Landowners and Tenants S. 109, Anm. 24.