καὶ ἀνέδωκ]ε̣ν̣ Αὐρ. Τ. τῇ ὠνο̣υ̣μ̣[ένῃ ἥ]ν δε (l. τε) εἰς αὐτὴν ἐτ̣έ̣θ̣η (?) [καταγραφὴν καὶ τὴν ἀπογραφὴν καὶ] τ̣ὴ̣ν ἀνάκρισιν πρὸς ἀσφάλεια̣ν̣ α̣ὐ̣τ̣[ῆς, E. P. Wegener.