τρεῖς ὄγδοον (πυροῦ)] (ἀρτάβαι) νγη̄ γε̣ί̣νετ(αι) ἄλλο̣ι (ἀρτάβαι) . [ ]σ̣ε̣ι̣τ̣ολ, P. Strasb. 4, S. 187.