→ (γίνονται) κρ(ιθῶν) (ἀρτάβαι) ϛ (ἥμισυ) καὶ ἄρακ(ος) (ἀρτάβαι) δ (ἥμισυ), ἅσπερ ἐπάναγκες, P.J. Sijpesteijn, Z.P.E. 24 (1977), S. 97.