[τέκνων δικαίῳ - - χαίρειν → viell. [συνεστῶτος αὐτῇ Αὐρηλίου ᾽Αθηνοδώρου ῾Ηρωδιανοῦ χαίρειν (abgekürtzt), P. Mich. 15, S. 170, Anm. 2.