- -]|πε….ος ῎Απι τ̣ῷ̣ ἠτι̣σ̣[μένῳ → δόλος] | πονηρὸς ἀπίτω. ῾Η τῆς̣ [- - ὁμολογία (?), D. Hagedorn, P. Wash.Univ. 2 S. 244.