ἐ̣π̣ερ|ω̣τ̣η̣θ̣(έντες) ὁμολογοῦ(μεν) → ἐ̣π̣ερ|ω̣τ̣η̣δ̣(έντες) (l. -θεντες) ὡμολογ(ήσαμεν) (nach dem Photo), R. Hübner, Gnomon 57 (1985), S. 714.