ὑπ(ὲρ) βαλ(ανευτικοῦ) | [καὶ λαο(γραφίας) → wohl ὑπ(ὲρ) τέλ(ους) | [λινοπ(λόκων), K.A. Worp, Z.P.E. 76 (1989), S. 58-59.