ἀνδ(ριάντος) ἀνακεχ(ρυσωμένου) → ἀνδ(ρῶν) ἀνακεχ(ωρηκότων), J. Shelton, Z.P.E. 80 (1990), S. 230, Anm. 6 und vgl. S. 237-238.