Θ̣[εαδ(ελφειας)] εν τ( ) Ψεναιπ( ) → Θ̣[εαδ(ελφείας)] βασιλ(ικῆς) ἐν τῷ Ψεναιπ( ) oder viell. Ψεναρ̣π( ), P. Graux 4, S. 65 (nach dem Photo).