→ ἀρτάβας δύο [ . ] . [ . ] ο̄ und Brüche | [(γίνονται)] (πυροῦ ἀρτάβαι) [β und Brüche] κ̣α̣ὶ̣ τ̣[ὰ προσ(μετρούμενα)] (am Original), P.J. Sijpesteijn, Z.P.E. 49 (1982), S. 116.