̣ ̣τολ( ) εν τ( ) Κρεμαιτ( ) Αμασατ( ) → βασιλ(ικῆς) ἐν τ(ῇ) κρεμαστ(ῇ) Ἀμασατ(ος?), P. Graux 4, S. 63 (nach dem Photo).