ἑξήκοντα [ἑπτὰ δίμοιρον | → ἑξήκοντα | [ἑπτὰ δίμοιρον (γίνονται) (πυροῦ ἀρτάβαι) ξζ (δίμοιρον)], P.J. Sijpesteijn, Z.P.E. 61 (1985), S. 90.