→ [ἱερέ]ων Σοκνο(παίου) Νήσο(υ) κ (ἔ̣τ̣ο̣υ̣ς̣) [(δραχμάς) δι]ακο|[σίας ὀγδοή]κ̣οντα μία , (γίνονται) (δραχμαὶ) σπα̣[ ], P.J. Sijpesteijn, C.P.R. 9, S. 11.