Σ̣ε̣ο̣υ̣η̣ρ̣ο̣υ̣ κτλ. → Σ[εο]υ̣η(ριανῆς) οὐσ(ίας) Μ̣[α]ρου (ἄρ.) ϛ καὶ ἀνε̣λ̣ή(φθη) εἰς̣ Ἰσίδωρο̣(ν) Νικά̣ν̣[δ(ρου)], P. Graux 4, S. 62 (nach dem Photo).