θυγάτη(ρ) κατοίκ[ου (ἐτῶν) .. ἄση(μος) καὶ τὸν υἱόν μου N.N. τοῦ N.N. κάτοικος → (ἐτῶν) .. (viell. ν̣α̣) ἄση(μον), καὶ τὰ [, viell. γεννηθέντα μοι ἐκ τοῦ γενομένου καὶ μετηλλαχότος (oder ἀποπεπλεγμένου) μου ἀνδρὸς - - τέκνα, R.S. Bagnall, B.A.S.P. 30 (1993), S. 40.