ε[ ̣ ̣]μβαρ[ ̣] ̣ ̣ [ ̣ ̣ ̣ ̣] ̣(αρ.) ια → ἐν̣ [ἐ]μβ(λήματι) Ἁρ[με(ιέως) Θε(αδελφείας) βα]σ̣ι̣λ̣(ικῆς) (ἄρ.) ια, P. Graux 4, S. 61 (nach dem Photo).