ὄ̣ν[ο(υς)] | ζ [ὀ]σ̣πρ̣ (έων) ἀνὰ τάσσαρα[ς ] → οἴ|ν̣[ο]υ̣ κεράμια τέσσαρα (am Original), P. Customs, S. 148 zu Nr. 183.