σ̣υ̣μ̣βολ(ικοῦ) [ὁμοίως → σ̣υ̣μ̣βολ(ικοῦ) ἡ α(ὐτὴ) [ὁμοίως oder ἡ α[ὐτὴ ὁμ(οίως), R. W. Daniel, P.J. Sijpesteijn, Z.P.E. 59 (1985), S. 53.
σ̣υ̣μ̣βολ(ικοῦ) [ὁμοίως → σ̣υ̣μ̣βολ(ικοῦ) ἡ α(ὐτὴ) [ὁμοίως oder ἡ α[ὐτὴ ὁμ(οίως), R. W. Daniel, P.J. Sijpesteijn, Z.P.E. 59 (1985), S. 53.