σόλια μα(κρὰ) γυ(ναικεῖα) (vgl. Apparatus in S.B.) → σόλια μα(λλωτὰ) γυ(ναικεῖα), „mit Wolle gefütterte Damenschuhe“, S. Russo, Le calzature, S. 65.
σόλια μα(κρὰ) γυ(ναικεῖα) (vgl. Apparatus in S.B.) → σόλια μα(λλωτὰ) γυ(ναικεῖα), „mit Wolle gefütterte Damenschuhe“, S. Russo, Le calzature, S. 65.