(δραχμ ) [.] (δυοβόλους) χ̣(αλκοῦς). → viell. (δραχμὰς) [β] (διώβολον) (δίχαλκον), D. Hagedorn, J. Shelton, Z.P.E. 14 (1974), S. 43, Anm. 3.
Weitere identifier und Links: TM 13506 = p.tebt;2;352 = HGV 13506
(δραχμ ) [.] (δυοβόλους) χ̣(αλκοῦς). → viell. (δραχμὰς) [β] (διώβολον) (δίχαλκον), D. Hagedorn, J. Shelton, Z.P.E. 14 (1974), S. 43, Anm. 3.