[… σύμ]β(ολον) (ἡμιώβολον) (ἐπὶ το αὐτὸ) (δραχμὴ) α → [προσ(διαγραφομένων) (δραχμὰς)] β (ἡμιωβέλιον) σ(υμβολικοῦ) (δραχμὴν) α, R.W. Daniel, P.J. Sijpesteijn, Z.P.E. 59 (1985), S. 53.