Αἰμ̣ [ᾶϊ (l. ᾽Αμᾶϊ) ἀπέσχο]ν̣ τὰς τοῦ (πυροῦ) (ἀρτάβας) χνς ʃ; das Siglum corr. aus π, E. P. Wegener.