κο(ιλάδος) | [ἀ]π̣ὸ βοθ(ύνου) [τὰς] ο̣ὔσας → κα̣ὶ̣ | [ἐ]π̣ι̣βολ(ῆς) (ἀρούρας) [Zahl] ο̣ὔσας (nach dem Photo), J.M.S. Cowey, Z.P.E. 77 (1989), S. 217.