ε̣κτ̣ο[ς] κ̣[ατ]αγαιο γ[αμα]ρ̣α̣ς̣, l. καμαρος → wohl ε̣ν̣ τ̣ο κ̣[ατ]αγαιο γ[αμα]ρ̣α̣ς̣, l. ἐν τῷ καταγαίῳ καμάρας, R.G. Hatzilambrou, B.A.S.P. 41 (2004), S. 89.