τὰ δ᾽ ἄλλα ἃ ἐὰν τῶι κοινῶι δόξῃ. Κυρία (l. κύριος) <ἔ>στωι ὁ νόμος κ.τ.λ. → τὰ δ᾽ ἄλλα κ.τ.λ. κύρια <ἔ>στωι. ῾Ο νόμος κ.τ.λ.; der Hochpunkt nach πλείστων (Z. 13) ist zu streichen, A. Verhoogt.