ἀπεδευσίαν (l. ἀπαιδευσία) κατεσχυνει[[εν]]εν (l. καταισχύνει, oder καταισχύνειεν <ἄν>?) μὲν τοὺς π[λουσίους, τοῖς]
Weitere identifier und Links: TM 12027 = p.mich;9;532 = HGV 12027
ἀπεδευσίαν (l. ἀπαιδευσία) κατεσχυνει[[εν]]εν (l. καταισχύνει, oder καταισχύνειεν <ἄν>?) μὲν τοὺς π[λουσίους, τοῖς]