νοτ(άριος) [ὁμολογῶ?] | ὑπ̣εσχ̣[<ηκ>έν]α̣ι̣ ἐπίσταλμ̣[α ..]. τῆς ἁλικ(ῆς) λάκ(κων) → νοτά̣ρ̣(ιος) |ὑπ̣έγρ̣[αψ]α̣ τ(ὸ) ἐπίσταλμ̣[α τῶ]ν̣ τῆς ἁλικ(ῆς) κ(ολλά)θ(ων), J. G. Keenan, Z.P.E. 16 (1975), S. 44-46 und Anm. 8.