Π̣αταβο(ῦτος) τοῦ Πα..το( ) (μητρὸς) [--] | (τῆς) Παν̣[--] → Παπεῖτο(ς) το(ῦ) Παπεῖ̣το(ς) (μητρὸς) Σ̣[εγά-θ(ιος)] | τ̣(ῆς) Παπ̣[εῖτο(ς)], P.J. Sijpesteijn, Chr.d’Ég. 53 (1978), S. 139, Anm. 2.