καὶ ἐλαιουργίας ψειλὸ(ς) (l. ψιλὸς) | τό(πος) καὶ [μ]όνῃ → καὶ ἐλαιουργι( ) ψειλο( ) (l. ψιλός oder ψιλοῦ) | τό(πο ) καὶ μ̣όνῃ (am Original), J.M.S. Cowey - D. Kah, Z.P.E. 163 (2007), S. 171 mit Anm. 126-127.