Φήλων καὶ ἀναγεγρ(αμμένον) (ἐτῶν) ε → Φήλων (l. Φίλωνα) μὴ ἀναγεγρα(μμένον) (ἐτῶν) ε (am Original), J.M.S. Cowey - D. Kah, Z.P.E. 163 (2007), S. 170 mit Anm. 117-119.