ἐν τώπῳ Θανεπλ(ωροῖς) - γ′ εἰς | <σ>πορὰν τῆς ιγ ʃ ′ ἰνδικτίωνος κτλ. Paul M. Meyer, P. Hamb. I 20,8 Anm. vgl. W., A III 401. W., A III 401.