] Παβετ[ᾶς ῾Η] ρᾶ∟λε οὐλ(ὴ) ὑπὸ γόνατι ἀρισ(τερῷ). | [Αὐ]ρήλ[ιος] Παψόις ϊπ.α.ρεσυνεθέ[μ]ην| ὡς πρόκιται κτλ. W., A III 396.