ὑμᾶς ἐπανορθώ | [σωμαι]. | (2. H.) ᾽Ερρῶσθ(αι) ὑμ(ᾶς) ε(ὔχομαι). | (1. H.) ∟ κα‵, [Π]αῦνι ιε̄. W., A III 379.