- - -]ου | [- - - ἀπογράφομαι: viell. ὑπάρχει μοι ἐπ’ ἀμφόδ]ου | [- - - οἰκία, ἐν ᾗ κατοικῶ καὶ ἀπογράφομαι (am Original), J.M.S. Cowey - D. Kah, Z.P.E. 163 (2007), S. 162.