Zu lesen und ergänzen: δίμυρον (l. δίμοιρον) | μέρος οἰκί(ας) καὶ ὅλ(η) αὐλ(ὴ) καὶ χορτοθήκης (korr. aus χορτοθήκην l. χορτοθήκη) | καὶ ἕτερα χρηστήρια (nach dem Photo), J.M.S. Cowey - D. Kah, Z.P.E. 163 (2007), S. 161.