παρά [σο]ι «οἴνου» | «μονόχωρα» [ἐ]κ τῶ<ν> ἐτοιμο | τέρων ἄ [λ]λ[α οἴνου] μονόχωρα | ἑκατὸν π[ε]ντήκοντα | [ἀπὸ ….. λην]οῦ κτλ. Vitelli briefl., laut Orig.