ὄπε|ρ οὐκ ἂν ὀλίγον τὸ̣ περιόν (B.L. 1, S. 151) → [τ]οπα | ρίου· κἂν ὀλίγον τοπάριον (nach dem Photo), D. W. Rathbone, Z.P.E. 47 (1982), S. 282.