(ἕκτον) μέρος [ - - - | - - - μαμ]μικὸν καὶ παππικὸν | [οἰκία(?)]ς → (ἕκτον) μέρος | [μα]μ̣μικὸν καὶ παππικὸν | [ ̣ ̣ ̣] ̣ς (am Original), J.M.S. Cowey - D. Kah, Z.P.E. 163 (2007), S. 149-150 mit Anm. 19-20.